Νικόδημος

Νικόδημος
3530 Νικόδημος
{собств., 5}
Никодим (победитель народа).
Один из членов синедриона, фарисей и тайный ученик Христа, приходивший к Иисусу ночью для беседы, выступивший в Его защиту в синедрионе и приготовивший вместе с Иосифом тело распятого Христа к погребению, явив ни с чем не сравнимое мужество и решительность (Ин. 3:1, 4, 9; 7:50; 19:39).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Νικόδημος" в других словарях:

  • Νικόδημος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικόδημος — I Ποιητής από την Ηράκλεια. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται επτά επιγράμματα του, που ονομάζονται ανακυκλικά (το νόημά τους δεν μεταβάλλεται ακόμη κι αν οι λέξεις διαβαστούν με την ανάποδη σειρά). II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1 …   Dictionary of Greek

  • Νικόδημος, Κωνσταντίνος — Αγωνιστής του 1821 από τα Ψαρά. Το 1823 πήρε μέρος στη ναυμαχία του Τρίκκερι, όπου με κίνδυνο της ζωής του έκαψε το πυρπολικό του. Επίσης, στη ναυμαχία της Λέσβου (1824) πυρπόλησε τουρκική κορβέτα. Μετά την απελευθέρωση κατατάχτηκε στο Ναυτικό… …   Dictionary of Greek

  • Νικόδημος — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νικόδημος ο Αγιορείτης — (Νάξος 1749 – Άγιον Όρος 1809). Λόγιος μοναχός και πολυγραφότατος συγγραφέας θρησκευτικών βιβλίων. Μαθητής σε κάποιο ενοριακό σχολείο της πατρίδας του, σπουδαστής αργότερα στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης (1765 70), κοντά στον υπερσυντηριτικό… …   Dictionary of Greek

  • Κάππος, Νικόδημος — (18ος−19ος αι.). Λόγιος ιερομόναχος. Διετέλεσε σχολάρχης της Πατμιάδας σχολής (1846 57) …   Dictionary of Greek

  • Φρίσλιν, Νικόδημος — (Frischlin, Έρτζινγκεν, Βυρτεμβέργη 1547 – Χόχενουραχ, Βυρτεμβέργη 1590). Γερμανός συγγραφέας. Ήταν καθηγητής της θεολογίας και της ποιητικής στο Τίμπιγκεν και προσλήφθη ως επίσημος ποιητής στην αυλή του αυτοκράτορα Φερδινάνδου το 1576.… …   Dictionary of Greek

  • Νικοδήμου — Νικόδημος masc gen sg Νικοδήμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικοδήμως — Νικόδημος masc acc pl (doric) Νικοδήμος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικοδήμῳ — Νικόδημος masc dat sg Νικοδήμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικόδημε — Νικόδημος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»